σάρωση

σάρωση
[-ις (-εως)] η см. σάρωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σάρωση" в других словарях:

  • σάρωση — η / σάρωσις, ώσεως, ΝΑ [σαρῶ ( ώνω)] το σάρωμα («σάρωσις φύλλων», πάπ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση τού συνολικού… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… …   Dictionary of Greek

  • σαρώνω — σαρῶ, όω, ΝΑ, και σαροννύω Α 1. σκουπίζω, καθαρίζω το έδαφος ή το δάπεδο («οἶκος σεσαρωμένος», ΚΔ) 2. μτφ. παρασύρω, καταστρέφω, εξαφανίζω («ο τυφώνας σάρωσε τα πάντα») νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διενεργώ σάρωση 2. μτφ. συγκεντρώνω («σάρωσε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • Μπίνιγκ, Γκερντ — (Gerd Binnig, Φρανκφούρτη 1947 ). Γερμανός φυσικός. Το 1973 αποφοίτησε από την σχολή φυσικής του Πανεπιστημίου Γκέτε της Φραγκφούρτης και το 1978 έλαβε το διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο. Το ίδιο έτος εντάχθηκε στο επιστημονικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»